σκίαση

σκίαση
η
κάλυψη με σκιά: Η σκίαση της Σελήνης από τη Γη έχει ως αποτέλεσμα την έκλειψη της Σελήνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκίαση — η / σκίασις, άσεως, ΝΑ [σκιάζω (Ι)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • σκιάσῃ — σκιάσηι , σκίασις shadowing fem dat sg (epic) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow aor subj mid 2nd sg (attic doric) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow aor subj act 3rd sg (attic doric) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow fut ind mid 2nd sg (attic doric) σκιάζω overshadow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάσηι — σκίασις shadowing fem dat sg (epic) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow aor subj mid 2nd sg (attic doric) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow aor subj act 3rd sg (attic doric) σκιά̱σῃ , σκιάω overshadow fut ind mid 2nd sg (attic doric) σκιάσῃ , σκιάζω overshadow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που …   Dictionary of Greek

  • Αγρίππας — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. Η λατινική λέξη agrippa σημαίνει το βρέφος που βγαίνει με τα πόδια και όχι με το κεφάλι. 1. Μυθικός βασιλιάς της ιταλικής πόλης Άλβα. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την περίοδο της βασιλείας του. 2 …   Dictionary of Greek

  • γεωλογικός χάρτης — Χάρτης που εικονίζει τη γεωλογική κατασκευή μερικών τμημάτων του στερεού φλοιού της Γης σε οριζόντια προβολή τους πάνω στον τοπογραφικό χάρτη που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Οι χάρτες αυτοί συντάσσονται ύστερα από λεπτομερείς γεωλογικές έρευνες… …   Dictionary of Greek

  • σκίασμα — σκίασμα, το και σκιασμός, ο σκίαση, φωτοσκίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσκίαση — η απαλή σκίαση, ελαφρός, συσκοτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”